καπιστρώνω

καπιστρώνω
καπίστρωσα, καπιστρώθηκα, καπιστρωμένος, βάζω το καπίστρι: Καπίστρωσε και σαμάρωσε το μουλάρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καπιστρώνω — [καπίστρι] βάζω καπίστρι στο υποζύγιο …   Dictionary of Greek

  • ακαπίστρωτος — η, ο και ξεκαπίστρωτος, η, ο [καπιστρώνω] 1. (ζώο) που δεν έχει καπίστρι 2. αυτός που δεν έχει ηθικούς περιορισμούς, ο αχαλίνωτος …   Dictionary of Greek

  • καπίστρωμα — το [καπιστρώνω] η τοποθέτηση καπιστριού στο υποζύγιο …   Dictionary of Greek

  • ξεκαπιστρώνω — αφαιρώ το καπίστρι ή τον χαλινό από υποζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καπιστρώνω] …   Dictionary of Greek

  • ορβιάζω — Α (σχετικά με ζώο) βάζω φορβειά, βάζω καπίστρι, καπιστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορβ ειά «χαλινάρι» + κατάλ. ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • καπίστρωμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του καπιστρώνω, η τοποθέτηση του καπιστριού: Δύο λεπτά θέλω για το καπίστρωμα του μουλαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”